E-Book Content
Ο ΠΑΤΡΙΚ ΖΙΣΚΙΝΤ γεννήθηκε το 1949 στο Αμπαχ της Γερμανίας, κοντά στη λίμνη Στάρνμπεργκ, όπου και εμεινε μεχρι το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών. Σπούδασε Ιστορία στα πανεπιστήμια του Μονάχου και του Aix-en-Provence στη Γαλλία. Έχει γράψει σύντομα διηγήματα και συνεργάζεται με πολλά έντυπα ως δημοσιογράφος. Το 1985 εκδόθηκε ΤΟ ΑΡΩΜΑ που έγινε παγκόσμια επιτυχία με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Μεταφράστηκε σε 37 γλώσσες, έμεινε στις λίστες των μπεστ σέλερ του περιοδικού Der Spiegel για 9 χρόνια, πούλησε περισσότερα από 12 εκατομμύρια αντίτυπα, τιμήθηκε με πολλά διεθνή βραβεία και επιλέχτηκε από τους New York Times ως το Βιβλίο της Χρονιάς για το 1986. Πρόκειται να γυριστεί κινηματογραφική ταινία σε σκηνοθεσία Μπερντ Άιχινγκερ.
ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Του ίδιου συγγραφέα ΤΟ ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΣΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ κ. ΖΟΜΕΡ ΤΡΕΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Πίνακας του εξωφύλλου ΑΝΤΟΥΑΝ ΒΑΤΟ: Νύμφη και Σάτυρος
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
1
Τ
ον δέκατο όγδοο αιώνα έζησε στη Γαλλία ένας άντρας που συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις πιο μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές εκείνης της εποχής, μιας εποχής ω στόσο πλούσιας σε μεγαλοφυείς και τρομερές μορφές. Αυτή εδώ είναι η ιστορία του. Ονομαζόταν Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ κι αν τ’ όνομά του έχει πια ξεχαστεί, σε αντίθεση με τα ονόματα άλλων μεγαλοφυών τεράτων όπως ο Ντε Σαντ, ο Σεν Ζιστ, ο Φουσέ κι ο Βοναπάρτης, αυτό δεν συνέβη επειδή ο Γκρενούιγ υπολειπόταν αυτών των φημισμένων καθαρμάτων σε εγωπά θεια, ανηθικότητα και περιφρόνηση για το γένος των ανθρώ πων ο Γκρενούιγ ξεχάστηκε γιατί η μεγαλοφυία του και η μο ναδική του φιλοδοξία περιορίζονταν σ’ ένα πεδίο που δεν α φήνει ίχνη στην ιστορία: στο φευγαλέο βασίλειο της όσφρη σης. Την εποχή για την οποία μιλάμε, κυριαρχούσε στις πολι τείες μια δυσωδία αφάνταστη για μας τους σημερινούς ανθρώ πους. Οι δρόμοι έζεχναν κοπριά κι οι αυλές κάτουρα, οι σκάλες σάπιο ξύλο και ποντικοκούραδα, οι κουζίνες μύριζαν νοτισμένο κάρβουνο και αρνίσιο λίπος· τα σπίτια δεν αερίζονταν ποτέ και βρομοκοπούσαν μούχλα, οι κρεβατοκάμαρες ανάδιναν τη βα ριά μυρωδιά των λιγδιασμένων σεντονιών, των υγρών παπλω μάτων και τη γλυκόξινη αποφορά του καθηκιού. Από τα καμίνια μύριζε το θειάφι, από τα ταμπάκικα βρομούσαν τα οξέα, απ’ τα σφαγεία ξεχυνόταν η μυρωδιά του χυμένου αίματος. Οι άν θρωποι μύριζαν ιδρώτα κι απλυσιά· τα χνώτα τους βρομούσαν χαλασμένα δόντια και κρεμμύδι· και τα κορμιά τους, όταν περ νούσαν πια τα πρώτα νιάτα μύριζαν πολυκαιρισμένο τυρί, ξινι
σμένο γάλα και κακοφορμισμένες πληγές. Τα ποτάμια, οι πλα τείες, οι εκκλησίες, οι γέφυρες και τα παλάτια ανάδιναν βρόμα και δυσωδία. Βρομούσαν οι γεωργοί αλλά και οι παπάδες, βρομούσαν οι τεχνίτες αλλά κι οι γυναίκες των εμπόρων, βρο μούσε ολόκληρη η αριστοκρατία, βρομούσε ακόμα κι ο βασι λιάς — μάλιστα! — βρομούσε σαν άγριο θηρίο, κι η βασίλισσα σαν γριά κατσίκα, χειμώνα-καλοκαίρι. Κι αυτό γιατί τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν είχε μπει ακόμα φραγμός στην καταλυτική δραστηριότητα των βακτηριδίων έτσι, δεν υπήρχε ανθρώπινο έργο, δημιουργικό ή καταστροφικό, δεν υπήρχε έκφραση της ζωής, στην άνθιση ή στην παρακμή της, που να μη συνοδεύεται απαραίτητα από τις ανάλογες μυρωδιές. Και φυσικά η δυνατότερη βρόμα βασίλευε στο Παρίσι, α φού το Παρίσι ήταν η μεγαλύτερη πολιτεία της Γαλλίας. Μέσα στο Παρίσι υπήρχε πάλι ένα μέρος, όπου η δυσωδία ήταν πιο αβάσταχτη απ’ οπουδήποτε αλλού — ανάμεσα στην οδό Ο-Φερ και στην οδό ντε-λα-Φερονερί, στο Κοιμητήριο των Αθώων. Ο χτακόσια ολόκληρα χρόνια θάβονταν εδώ οι νεκροί του νοσο κομείου Οτέλ-Ντιε και των γειτονικών ενοριών, οχτακόσια ο λόκληρα χρόνια μέρα με τη μέρα, έφταναν τα κάρα φορτωμένα πτώματα που τα σώριαζαν στους μακρόστενους λάκκους, οχτα κόσια χρόνια γέμιζαν κόκαλα οι τάφοι και τα οστεοφυλάκια. Πολύ αργότερα, στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, κι αφού οι τάφοι ξεχείλισαν πια κι