E-Book Content
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΟΙ Α∆ΕΡΦΟΦΑ∆ΕΣ «Ήθελε, λέει, νάναι ελεύθερος. Σκοτώστε τον…» Ι O ήλιος είχε δύσει στον Καστέλο, είχε πληµµυρίσει τις στέγες, ξεχείλιζε τώρα και χύνονταν στα λοξά, όλο ανήφορο και κατήφορο σοκάκια και ξεσκέπαζε ανελύπητα την τραχιάν ασκήµια του χωριού. Άγριο, σταχτόµαυρο, τα σπίτια του όλο ξερολιθιά, οι πόρτες χαµηλές, Έσκυβες να µπεις, και µέσα σκοτάδι. Μύριζαν οι αυλές καβαλίνα, βερβελίδα και βαριά βόχα ανθρώπου. Κανένα σπίτι δεν είχε στην αυλή του δέντρο, µήτε κελαηδοπουλι στο κλουβί, µήτε γλάστρα στο παραθύρι µε µια ρίζα βασιλικό ή µ' ένα κόκκινο γαρούφαλο' παντού πέτρα πάνω στην πέτρα. Κι οι ψυχές που κατοικούσαν ανάµεσα στις πέτρες ετούτες ήταν σκληρές κι αυτές κι αφιλόξενες. Βουνό, σπίτια, άνθρωποι, όλοι ήταν από την ίδια στουοναρόπετρα. Σπάνια, και στα καλά τα χρόνια ακόµα, ακούγονταν στο χωρίο ετούτο γέλιο' ενάντια στη φύση τους φάνταζε, ξετσιπωσιά µεγάλη' οι γέροι στρέφονταν, µάζευαν τα φρύδια, και το γέλιο κόβονταν. Κι όταν έφταναν οι τρανές γιορτάδες, τα Χριστούγεννα, οι Απόκριες, η Λαµπρή, κι έτρωγαν οι κακόµοιροι οι άνθρωποι λίγο πιο πολύ, έπιναν λίγο πιο πολύ, και σήκωναν τον άχαρο λαιµό να τραγουδήσουν, τι µοιρολόι ήταν εκείνο, µονόκορδο, σπαραχτικό, που το 'παιρνε το ένα στόµα και το περνούσε στο άλλο και το τερέριζε θρηνητικά και δεν είχε τελειωµό! Τι παµπάλαιες τροµάρες και σφαγές και σκλαβιές και πείνα αιώνια! Περισσότερο κι από το κλάµα, το τραγούδι τους ξεσκέπαζε την αγιάτρευτη δοκιµασία της ζωής τους, τις χιλιάδες τα χρόνια που πέρασαν από πάνω τους, όλο πείνα και βούρδουλα και θάνατο ‘µα αυτοί, σαν τα γκρεµόχορτα, είχαν αγκριφωθεί από τις απάνθρωπες ετούτες γκρίζες πέτρες και πια δεν ξεκολνούσαν όσο να στέκεται ο κόσµος, οι ξεροκέφαλοι ετούτοι Ηπειρώτες δε θα ξεκολλήσουν. Τα κορµιά τους κι οι ψυχές τους είχαν πάρει τα χρώµατα και τη σκληράδα της πέτρας· είχαν γίνει ένα µαζί της, βρέχονταν, λιάζονταν, χιονίζουνταν µαζί, σα να 'ταν όλοι άνθρωποι, σα να 'ταν όλοι πέτρες. Κι όταν ένας άντρας και µια γυναίκα ξεµονάχευαν, κι έρχονταν ο παπάς και τους πάντρευε, λόγο τρυφερό δεν είχαν να πουν, δεν κάτεχαν αµίλητοι έσµιγαν κάτω από τις αδρές µάλλινες αντροµίδες κι ένα µονάχα
1
είχαν στο νου τους: να κάµουν παιδιά, για να τους παραδώσουν τις πέτρες ετούτες, τα βουνά και την πείνα. Γυναίκες περισσευούµενες, άντρες λιγοστοί· σαν παντρευτούν και µπιστευτούν, τις πρώτες νύχτες, το γιο στα σωθικά της γυναίκας, οι πιο πολλοί παίρνουν τα µάτια τους και ταξιδεύουνται' πως να ζήσουν στα κατσάβραχα ετούτα; Πάνε µακριά πολύ κι αργούν να γυρίσουν «µακροπεραµατάρηδες κι άργοπογυριστάδες» τους ονοµατίζει το τραγούδι και τους το 'χει παράπονο µεγάλο· γιατί παρατούν ολοµόναχες τις γυναίκες τους, κι αυτές µαραίνονται, σακουλιάζει το στήθος τους, βγάζει τρίχες το απάνω χείλι τους· κι όταν πέφτουν τη νύχτα να κοιµηθούν, κρυώνουν. Πόλεµος ακατάπαυτος µε το Θεό, µε τους αγέρηδες, µε το χιόνι, µε το θάνατο είναι η ζωή τους· γι' αυτό, όταν πλάκωσε ο άδερφοσκοτωµός, δεν ξαφνιάστηκαν οι Καστελιανοί, δεν τρόµαξαν, δεν άλλαξαν συνήθειες· µονάχα ό,τι ως τότε κουφόβραζε µέσα τους, βουβό κι αφανέρωτο, ξεσπούσε τώρα κι αυθαδίαζε λεύτερο· τινάχτηκε από τα στήθια τους αχαλίνωτη η αρχέγονη λαχτάρα του ανθρώπου να σκοτώσει. Καθένας είχε κι ένα γείτονα ή κι ένα φίλο ακόµα ή κι αδερφό, που τον µισούσε, χρόνια, χωρίς αφορµή, κάποτε χωρίς κι ο ίδιος να το ξέρει, στέρνιαζε χρόνια το µίσος και δεν έβρισκε κανάλι να βγει' και τώρα, να, ξαφνικά τους µοίραζαν τουφέκια και χειροβοµβίδες, ανέµιζαν απάνω από τα κεφάλια τους τρισεύγενες σηµαίες, τους ξόρκιζαν οι παπάδες, οι γαλονάδες, οι γαζετατζήδες, να σκοτώσουν το γείτονα και το φίλο και τον αδερφό, έτσι µονάχα, τους φώναζαν, η πίστη κι η πατρίδα θα σωθούν. Ο φόνος, η παµπάλαιη ανάγκη του άνθρωπου, έπαιρνε ένα υψηλό µυστικό νόηµα, κι άρχισε το αδερφοκυνηγητό. Άλλοι κότσαραν κόκκινους σκούφους και πήραν τα βουνά, άλλοι, ταµπουρωµένοι στο χωριό, είχαν καρφωµένα τα µάτια τους αντίκρα στην κορφή