ολόχρυσο φαράγγι Greek


E-Book Content

ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ ΟΛΟΧΡΥΣΟ ΦΑΡΑΓΓΙ Διηγήματα Μετάφραση: Κώστας Αλάτσης ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Ο συγγραφέας και ο τίτλος στο πρωτότυπο: Jack London, Selected Short Stories ΙSΒΝ 960-224-742-8 Για την ελληνική έκδοση: © Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» ΕΠΕ Σόλωνος 130, 106 81 Αθήνα, Τηλ.: 3820835, 3823649, Fax: 3813354 ΑΘΗΝΑ 1995 Ολόχρυσο Φαράγγι Ήταν η πράσινη καρδιά του φαραγγιού, εκεί όπου τα τοιχώματα ξέφευγαν από το αυστηρό σχέδιο και λόξευαν προς τα πίσω για να μαλακώσουν την τραχύτητα των γραμμών τους, φτιάχνοντας μια μικρή προφυλαγμένη κό­ χη, που τη γέμιζαν ξέχειλα με γλύκα και στρογγυλάδα κι απαλότητα. Εδώ τα πάντα ηρεμούσαν. Ως και το στενό πο­ ταμάκι σταματούσε την πολυθόρυβη κατεβασιά του όσο χρειαζόταν για να σχηματίσει μιαν ήσυχη λιμνούλα. Με τα πόδια μέχρι τα γόνατα μέσα στο νερό, με γερμένο το κεφά­ λι και μισόκλειστα μάτια, ένα πυρρόξανθο ελάφι με πολύκλαδα κέρατα λαγοκοιμόταν. Στη μια πλευρά, αρχίζοντας από το χείλι κιόλας της λι­ μνούλας, ήταν ένα μικρούτσικο λιβαδάκι, μια δροσερή, λαστιχωτή επιφάνεια πράσινου, που εκτεινόταν μέχρι τα ριζά του σκυθρωπού τοιχώματος. Πέρα από τη λιμνούλα, μια απαλή πλαγιά ανέβαινε, κι ανέβαινε μέχρι που συνα­ ντούσε το αντικρινό τοίχωμα. Χλωρό χορτάρι σκέπαζε την πλαγιά, χορτάρι πλουμισμένο με λουλούδια, με πιτσιλιές από χρώματα εδώ κι εκεί, πορτοκαλιές και πορφυρές και χρυσαφιές. Κάτω, το φαράγγι ήταν περίκλειστο. Δεν είχε καθόλου θέα. Τα τοιχώματα κατηφόριζαν σε απότομη σύγκλιση και το φαράγγι τέλειωνε σ' ένα χάος από βράχια γεμάτα μούσκλια, που τα έκρυβε ένας πράσινος φράχτης από αγριάμπελα και περικοκλάδες και κλαριά δέντρων. Πέρα από το φαράγγι υψώνονταν λόφοι και βουνοκορφές, τα μεγάλα αντερείσματα, πευκόφυτα κι απόμακρα. Και πιο πέρα, στο βάθος, σύννεφα στις παρυφές του ουρανού, τα αιώνια χιόνια της Σιέρας πύργωναν μιναρέδες λευκού κι αντιφέγγιζαν αδρά τις φλόγες του ήλιου. Δεν υπήρχε σκόνη στο φαράγγι. Τα φύλλα και τα λουλούδια ήταν καθαρά, παρθενικά, το χορτάρι νεαρό βε­ λούδο. Πάνω από τη λιμνούλα, τρεις λεύκες ρίχναν τα χιο— 7 — νάτα τους χνούδια να αιωρούνται στον ήρεμο αέρα. Στην πλαγιά, τα άνθια της μανσανίτας1 με το βαθυκόκκινο κορ­ μό γέμιζαν με ανοιξιάτικες μυρωδιές τον αέρα, ενώ τα φύλλα της, με τη σοφία της πείρας, άρχιζαν κιόλας να στρίβουν κάθετα για να φυλαχτούν από τη στέγνα του κα­ λοκαιριού που ερχόταν. Στους ανοιχτούς χώρους στην πλαγιά, πέρα από τη μακρύτερη σκιά που έριχνε η μανσανίτα, ζυγιάζονταν τα κρίνα της μαριπόσας2 σαν ισάριθμα σμάρια πλουμιστές πεταλουδίτσες, που σταμάτησαν ξαφ­ νικά και τρεμούλιαζαν τώρα ξαναρχίζοντας το πέταγμα. Εδώ κι εκεί η μαντρόνια3, αυτός ο αρλεκίνος του δάσους, αφηνόταν να πιαστεί την ώρα που άλλαζε το χλωροπράσινο του κορμού της σε ριζάρικο κόκκινο και ξέχυνε την ευ­ ωδιά της στον αέρα μέσ'από μεγάλα μπουκέτα κέρινες κα­ μπανούλες. Αφράτες, κάτασπρες ήταν οι καμπανούλες, έ­ μοιαζαν με κρινάκια κι είχαν τη γλύκα του αρώματος που δίνει η άνοιξη. Δεν υπήρχε πνοή ανέμου. Ο αέρας σε νάρκωνε με το βα­ ρύ του άρωμα, είχε μια γλύκα που θα σε λίγωνε αν ήταν πηχτός και υγρός. Αλλά ήταν αψύς κι ανάριος. Ήταν σαν αστροφεγγιά μεταστοιχειωμένη σε ατμόσφαιρα, που την πότιζε και τη ζέσταινε η λιακάδα και τη μούσκευε η γλύκα των λουλουδιών. Εδώ κι εκεί, μια πεταλούδα μπαινόβγαινε από το φως στη σκιά. Κι από παντού τριγύρω υψωνόταν το σιγανό, νυσταλέο βουητό των μελισσών του βουνού που, γλεντοκόποι Συβαρίτες, το ρίχναν στο ξεφάντωμα σπρώχνοντας η μια την άλλη, αλλά χωρίς διάθεση για χοντράδες. Ήσυχα 1. Αειθαλής θάμνος των δυτικών ΗΠΑ. 2. Φυτό της τάξης των λιλιωδών, στις δυτικές ΗΠΑ, το Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, με άνθη σε σχήμα τουλίπας, διαφόρων χρω­ μάτων. 3. Αειθαλές δέντρο ή θάμνος της Καλιφόρνιας, με εδώδιμους καρ­ πούς. κυλούσε κυματιστό το ποταμάκι μέσα στο φαράγγι, μόλις που μιλούσε κάπου-κάπου μ' ένα σβησμένο γουργουρητό. Η φωνή του ήταν ένα νυσταλέο ψιθύρισμα, που το διέκο­ πταν συχνά λαγ